- λίνοις
- λίνοιthe Bandsmasc dat plλίνονanything made of flaxneut dat plλίνοςthe songmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λινοῖς — λίνεος of flax masc/neut dat pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λίνοις — Λίνος the song masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέπας — αος, τὸ, Α 1. σκέπασμα, κάλυμμα (α. «χλαίνης λιτὸν σκέπας», Παρμ. β. «ζωσάμενοι σκέπασι λινοῑς», Πορφ.) 2. σκέπη, καταφύγιο («ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο», Ομ. Οδ.) 3. μτφ. πρόσχημα, πρόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σκέπας είναι η αρχαιότερη τής … Dictionary of Greek
καλίνοις — κᾱλίνοις , κάλινος wooden masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)